- δυσδάκρυτα
- δυσδάκρῡτα , δυσδάκρυτοςsorely weptneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσδάκρυτος — δυσδάκρυτος, ον (Α) 1. αυτός που αξίζει πολλά δάκρυα 2. αυτός που κλαίει πολύ 3. φρ. «δάκρυα δυσδάκρυτα» δάκρυα αγωνίας … Dictionary of Greek